Παρουσιάστηκε το Σχέδιο Εθνικού Προγράμματος Ανάπτυξης Υπεράκτιων Αιολικών και η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων
Η ΕΔΕΥΕΠ, η αρμόδια αρχή διαχείρισης των δικαιωμάτων έρευνας και προσδιορισμού Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Υπεράκτιων Αιολικών Πάρκων (ΠΟΑΥΑΠ), ανακοίνωσε το σχέδιο του Εθνικού Προγράμματος Ανάπτυξης Υπεράκτιων Αιολικών Πάρκων, σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, την Τρίτη, 31 Οκτωβρίου 2023, παρουσία του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Θόδωρου Σκυλακάκη, της Υφυπουργού, κας Αλεξάνδρας Σδούκου και του Γενικού Γραμματέα Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών, κ. Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη.
Το σχέδιο που παρουσιάστηκε προσδιορίζει τις επιλέξιμες Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης ΥΑΠ (ΠΟΑΥΑΠ) και εκτιμά την ισχύ των έργων που μπορούν να αναπτυχθούν σε αυτές, σε μεσοπρόθεσμο (έως το 2030-2032) και μακροπρόθεσμο (μετά το 2030-2032) χρονικό ορίζοντα. Το σχέδιο Εθνικού Προγράμματος Ανάπτυξης ΥΑΠ περιλαμβάνει 25 περιοχές, συνολικής έκτασης 2,712 km22 και εκτιμώμενης ελάχιστης ισχύος 12,4 GW. Η πλειοψηφία των προτεινόμενων θαλάσσιων περιοχών ενδείκνυνται για πλωτής έδρασης τεχνολογία ΥΑΠ. Με βάση αυτό το σχεδιασμό, η Ελλάδα δύναται να αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην προώθηση νέων τεχνολογιών, να αποκτήσει εγχώρια τεχνογνωσία και να αναπτύξει την απαραίτητη εφοδιαστική αλυσίδα.
Κατά την έναρξη της εκδήλωσης, ο Υπουργός κ. Σκυλακάκης, αναφερόμενος στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) και τον ρόλο των ΥΑΠ, δήλωσε μεταξύ άλλων: «Η Ελλάδα, εξαιτίας της στρατηγικής της θέσης και των κλιματικών χαρακτηριστικών της, έχει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα ως προς το ηλιακό και αιολικό δυναμικό της, ιδίως το υπεράκτιο. Σήμερα με την ανακοίνωση του σχεδίου του Εθνικού Προγράμματος Ανάπτυξης Υπεράκτιων Αιολικών Πάρκων, κάνουμε ένα ακόμα σημαντικό βήμα για την επίτευξη των Εθνικών στόχων της ενεργειακής μετάβασης και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Η ανάπτυξη των συγκεκριμένων έργων αποτελεί Εθνική προτεραιότητα όχι μόνο γιατί θα συνδράμει αποφασιστικά στην ενεργειακή μας αυτονομία, αλλά και γιατί μας δίνει τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουμε στο μέλλον και εξαγωγές πράσινης ενέργειας. Μας δίνει, συνεπώς, τη δυνατότητα για περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη και θωράκιση του ρόλου της χώρας μας, ως ένας κρίσιμος, περιφερειακός, ενεργειακός κόμβος.»
Από την πλευρά της, η Υφυπουργός κα. Σδούκου, εστίασε στο πώς έχει εξελιχθεί το τοπίο των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στην Ελλάδα και τις πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει η πολιτεία για την περαιτέρω ανάπτυξή τους: «Το σημερινό σχέδιο αποτελεί το επιστέγασμα μιας προσπάθειας που ξεκίνησε στο Υπουργείο μας, το 2021. Η υπεράκτια αιολική ενέργεια αποτελεί προτεραιότητα πανευρωπαϊκά, καθώς προβλέπεται ότι έως το 2050 το 35% της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ε.Ε. μπορεί να παράγεται αμιγώς από υπεράκτιες πηγές. Παράλληλα, παρουσιάζει μια σειρά από οφέλη για τον εθνικό μας ενεργειακό κλάδο, την εθνική μας οικονομία αλλά και τις τοπικές κοινωνίες που θα φιλοξενούν ή θα γειτνιάζουν με έργα υπεράκτιας αιολικής ενέργειας. Το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης ΥΑΠ θέτει το πλαίσιο για την ισορροπημένη και στρατηγικά σχεδιασμένη ανάπτυξη της υπεράκτιας αιολικής ενέργειας, με σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον, τις εναλλακτικές χρήσεις των θαλασσών μας αλλά και την ανάγκη μας για ανανεώσιμη ενέργεια. Με την ολοκλήρωση του Εθνικού Προγράμματος επιβεβαιώνεται και η επιλογή που κάναμε το 2022 να αναθέσουμε την αρμοδιότητα ανάπτυξης του εγχώριου κλάδου υπεράκτιων αιολικών πάρκων, στην ΕΔΕΥΕΠ, τον κρατικό φορέα με τη μεγαλύτερη τεχνογνωσία σε υπεράκτια ενεργειακά έργα και με ικανότατο διοικητικό και τεχνικό προσωπικό. Το Εθνικό Πρόγραμμα που παρουσιάστηκε, όχι μόνο ικανοποιεί τον κύριο στόχο, αυτόν της θωράκισης του ενεργειακού μας συστήματος, αλλά και δημιουργεί συνθήκες για την ανάδειξη της Ελλάδας σε ενεργειακό κόμβο της ευρύτερης περιοχής.»
Ο κ. Αριστοφάνης Στεφάτος, Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΔΕΥΕΠ, τόνισε: «Το σχέδιο Εθνικού Προγράμματος είναι στρατηγικής σημασίας για τη χώρα μας, όπως υπογράμμισε και η διοίκηση του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, καθώς θέτει τις βάσεις για την αξιοποίηση της υπεράκτιας αιολικής ενέργειας, μία νέα καθαρή πηγή που θα συμβάλει καθοριστικά στην ενεργειακή μας μετάβαση. Πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, για τη χάραξη του οποίου η ομάδα της ΕΔΕΥΕΠ εργάστηκε επί 12 μήνες, σε στενή συνεργασία με το ΥΠΕΝ, αλλά και με άλλα Υπουργεία και φορείς που συνέβαλλαν ουσιαστικά στη γνωμοδότηση των επιλέξιμων περιοχών. Νιώθουμε υπερήφανοι γιατί γνωρίζουμε πως η υποβολή του σχεδίου και της ΣΜΠΕ αποτελεί την αφετηρία μιας πορείας που θα δημιουργήσει πολύ σημαντικές ευκαιρίες ανάπτυξης, σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, αλλά και αισιόδοξοι βλέποντας την αθρόα εκπροσώπηση της εγχώριας και διεθνούς επενδυτικής κοινότητας στη σημερινή εκδήλωση Εργαζόμαστε ήδη για τα επόμενα βήματα, προκειμένου να δημιουργηθούν οι συνθήκες γρήγορης ανάπτυξης του νέου αυτού τομέα.»
Σημειώνεται ότι τo σχέδιο, που έχει ήδη υποβληθεί στη Διεύθυνση Χωροταξικού Σχεδιασμού του Υπουργείου Ενέργειας και Περιβάλλοντος, προκρίνει μια δεξαμενή επιλογών από δέκα (10) περιοχές για ανάπτυξη έως το 2030-2032, συνολικής ισχύος περίπου 4,9 GW, και αφορούν κυρίως έργα πλωτής έδρασης. Στις ανωτέρω περιοχές δεν συμπεριλαμβάνεται η θαλάσσια περιοχή μεταξύ Έβρου-Σαμοθράκης, η οποία ορίζεται ως περιοχή ανάπτυξης πιλοτικών Έργων ΥΑΠ, σύμφωνα με το Ν. 4964/2022.
Πιο συγκεκριμένα, οι επιλέξιμες ΠΟΑΥΑΠ για τη μεσοπρόθεσμη φάση ανάπτυξης εντοπίζονται στις εξής περιοχές:
• Στην ανατολική Κρήτη, όπου εκτιμάται ότι θα αναπτυχθούν έργα συνολικής ισχύος 800 MW
• Στη νότια Ρόδο, με τη μέγιστη εγκατεστημένη ισχύ να κυμαίνεται μεταξύ 300 MW και 550 MW
• Στο κεντρικό Αιγαίο, με τη μέγιστη εγκατεστημένη ισχύ να κυμαίνεται μεταξύ 200 MW και 450 MW
• Στον άξονα Εύβοιας-Χίου, με μέγιστη εγκατεστημένη ισχύ στα 300 MW
• Στο Ιόνιο Πέλαγος, με μέγιστη εγκατεστημένη ισχύ στα 450 MW.
Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης παρουσιάστηκαν ακόμα τα πλεονεκτήματα και οι τεχνικές παράμετροι του σχεδίου, καθώς και η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) που εκπόνησε η εταιρεία μελετών LDK. Η ΕΔΕΥΕΠ εφάρμοσε συνολικά 20 κριτήρια αποκλεισμού , προκειμένου να διασφαλίσει τις ευαίσθητες περιβαλλοντικά περιοχές και τις θαλάσσιες δραστηριότητες στον ελληνικό χώρο. Τα κριτήρια αυτά λαμβάνουν υπόψη, μεταξύ άλλων, ζητήματα εθνικής ασφάλειας και επιβατικής ναυσιπλοΐας, αεροδρόμια, ελάχιστη απόσταση από ακτογραμμή, περιοχές περιβαλλοντικής και πολιτιστικής σημασίας, τουριστικές δραστηριότητες, περιοχές υδατοκαλλιέργειας και άλλες χρήσεις. Η ΣΜΠΕ έχει ήδη υποβληθεί στη Διεύθυνση Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης (ΔΙΠΑ) του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, και αναμένεται να βγει τις επόμενες ημέρες σε δημόσια διαβούλευση με τις δημόσιες αρχές και το ενδιαφερόμενο κοινό.
Επιπρόσθετα, η ΕΔΕΥΕΠ ανέθεσε στον ΙΟΒΕ τη διεξαγωγή μελέτης για τα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη που προκύπτουν από την ανάπτυξη ΥΑΠ στην Ελλάδα -συμπεριλαμβανομένης της διερεύνησης της σημασίας που θα έχει η ανάπτυξη εγχώριας εφοδιαστικής αλυσίδας κατασκευής και λειτουργίας τους - τα βασικά ευρήματα της οποίας παρουσιάστηκαν στην εκδήλωση. Όπως υπογράμμισε ο κ. Γιώργος Μανιάτης, Επικεφαλής Τμήματος Κλαδικών Μελετών ΙΟΒΕ, σύμφωνα με τη μελέτη, η εγκατάσταση ΥΑΠ μπορεί να οδηγήσει σε ενίσχυση του ΑΕΠ με έως και 1,9 δισ. ευρώ ετησίως κατά μέσο όρο την περίοδο 2024-2050 και των εσόδων του Δημοσίου με έως και 440 εκ. ευρώ ετησίως. Για την ίδια περίοδο μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην ενίσχυση της απασχόλησης, στηρίζοντας έως και 44.400 θέσεις εργασίας ετησίως.
Κατά την παρουσίαση του σχεδίου Εθνικού Προγράμματος, ο Γενικός Γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών, κ. Αϊβαλιώτης εστίασε στα οφέλη της ανάπτυξης ΥΑΠ και τα επόμενα βήματα: «Τα ΥΑΠ αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα στην προσπάθεια ενεργειακής μετάβασης της Ελλάδας και θα προσφέρουν σημαντικά οφέλη στην οικονομία και την κοινωνία. Μέσα από μία σειρά δράσεων, όπως η ανάπτυξη των υποδομών δικτύου, η εφαρμογή κατάλληλων διαδικασιών αδειοδότησης, η κινητοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων, η τόνωση της έρευνας και της καινοτομίας, και η ενίσχυση της αλυσίδας εφοδιασμού, θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε θετικές βιομηχανικές, οικονομικές και κοινωνικές επιδράσεις, ενισχύοντας συγχρόνως την ενεργειακή ασφάλεια και την αξιοπιστία του συστήματος ηλεκτρισμού.»