Δελτίο Τύπου
Αριστοφάνης Στεφάτος (ΕΔΕΥ): Να μη χαθεί η μεγάλη ευκαιρία να αποκτήσουμε σαφήνεια για τα κοιτάσματα φυσικού αερίου της Ελλάδας
Η σημερινή συγκυρία -με τις τιμές αναφοράς του φυσικού αερίου για την Ευρώπη να έχουν αυξηθεί κατά 250% από τις αρχές του χρόνου- επαναφέρει με ένταση στο προσκήνιο τον κρίσιμο ρόλο του τα επόμενα χρόνια (αν όχι δεκαετίες) ως καυσίμου-γέφυρα προς την ενεργειακή μετάβαση και καθιστά επιτακτική την ανάγκη για την Ελλάδα να αποκτήσει σαφήνεια για τα δικά της δυνητικά αποθέματα φυσικού αερίου, τόνισε ο διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ) κ. Αριστοφάνης Στεφάτος, κατά τη διάρκεια ενημερωτικής συνάντησης με εκπροσώπους του Τύπου σήμερα.
Όπως είπε ο κ. Στεφάτος, «Η διεθνής ζήτηση για φυσικό αέριο αναμένεται να αυξηθεί σε ορίζοντα 20ετίας, λόγω του ρόλου του ως καύσιμου-γέφυρα προς τη μετάβαση σε ενεργειακά συστήματα βασισμένα σε ΑΠΕ. Κάτι που ισχύει ιδιαίτερα για την Ελλάδα, με δεδομένο ότι το ισχύον Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα προβλέπει αύξηση 40% στη ζήτηση για φυσικό αέριο. Είναι επομένως σαφές ότι το φυσικό αέριο καλείται να διαδραματίσει έναν κρίσιμο σταθεροποιητικό ρόλο για την επίτευξη των στόχων για τη μείωση των εκπομπών ρύπων. Επομένως, η χρήση του δεν ανταγωνίζεται τους στόχους για την διείσδυση των ΑΠΕ. Δεν υπάρχει δίλημμα «φυσικό αέριο ή ΑΠΕ». Το φυσικό αέριο είναι σημαντικός εταίρος για την ενεργειακή μετάβαση».
«Τούτων λεχθέντων, σήμερα είναι ίσως πιο σημαντικό από ποτέ να αναδειχθούν τα οφέλη που θα μπορούσαν να προκύψουν για την Ελλάδα από την «κεφαλαιοποίηση» (monetization) των δυνητικών αποθεμάτων φυσικού αερίου της. Και τούτο διότι η ανάπτυξη του κλάδου έρευνας και ανάπτυξης κοιτασμάτων φυσικού αερίου της χώρας θα μπορούσε να συνεισφέρει στην πράσινη μετάβαση και την ενίσχυση της ασφάλειας εφοδιασμού, σε συνδυασμό με την αξιοποίηση σημαντικών οικονομικών και γεωστρατηγικών ευκαιριών».
«Τα στοιχεία που έχουμε συγκεντρώσει -συνέχισε ο κ. Στεφάτος- είναι ενθαρρυντικά, καθώς οι μελέτες μας (που έχουν βασιστεί στα αρχικά ευρήματα των εταιρειών-παραχωρησιούχων των οικοπέδων) δείχνουν ότι η δυνητική αξία των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ελλάδα είναι της τάξης των 250 δις. ευρώ. Με τις σημερινές τιμές ενέργειας, αυτή είναι μια συντηρητική εκτίμηση! Μεγάλοι ενεργειακοί όμιλοι όπως η TotalEnergies και η ExxonMobil ήρθαν στην Ελλάδα όχι ωθούμενες από οπορτουνισμό, αλλά λόγω των ρεαλιστικών προοπτικών για ύπαρξη μεγάλων ευρημάτων. Ωστόσο, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την αξία των αποθεμάτων της Ελλάδας, μέχρι να αποκτήσουμε σαφήνεια. Κάτι που μπορούμε να πετύχουμε ενθαρρύνοντας τους επενδυτές να προχωρήσουν στις απαραίτητες σεισμικές και γεωλογικές έρευνες, που δεν έχουν κόστος για το Ελληνικό Δημόσιο. Εάν μπορεί να διαθέτουμε δυνητικά αποθέματα φυσικού αερίου αξίας 250 δις. ευρώ, δεν πρέπει να το ξέρουμε;»
Ερωτώμενος για το ενδεχόμενο να έχει κλείσει το «παράθυρο ευκαιρίας» για την ανάπτυξη των δυνητικών κοιτασμάτων της Ελλάδας, ο κ. Στεφάτος απάντησε ότι «Όπως προανέφερα, η ζήτηση για φυσικό αέριο θα αυξηθεί τα επόμενα χρόνια. Και παρότι κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αν μιλάμε για έναν ορίζοντα 15 ή 30 ετών, η ανάπτυξη εναλλακτικών τεχνολογιών όπως το υδρογόνο που εν πολλοίς «περνάνε» μέσα από τις υποδομές φυσικού αερίου διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα των σχετικών δραστηριοτήτων και των απαιτούμενων επενδύσεων. Επομένως, υπάρχει χρόνος για την ανάπτυξη της βιομηχανίας upstream φυσικού αερίου της Ελλάδας, ιδίως αν λάβουμε υπόψη μας ότι χρειάστηκαν λιγότερο από 2,5 χρόνια για την εμπορική εκμετάλλευση του κοιτάσματος Ζορ της Αιγύπτου μετά την ολοκλήρωση των σχετικών ερευνών».
Αναφερόμενος στις διεθνείς τάσεις για τον κλάδο πετρελαίου και φυσικού αερίου, ο κ. Στεφάτος σημείωσε ότι οι μεγάλοι όμιλοι διαφοροποιούν τα χαρτοφυλάκιά τους, αναπτύσσοντας ΑΠΕ και νέες τεχνολογίες όπως υδρογόνο και δέσμευση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα, εντείνοντας ταυτόχρονα την έμφαση που δίνουν στο φυσικό αέριο. «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο κλάδος πετρελαίου και φυσικού αερίου έχει σημαντικές συνέργειες με πολλές από τις τεχνολογίες αυτές. Αναφέρω ενδεικτικά ότι το 60% της τεχνογνωσίας που χρησιμοποιείται για τα θαλάσσια αιολικά πάρκα προέρχεται από τις υπεράκτιες πλατφόρμες εξόρυξης υδρογονανθράκων, ενώ αποτελεί κοινή παραδοχή ότι το υδρογόνο μπορεί να παραχθεί και να μεταφερθεί αξιοποιώντας τις υφιστάμενες υποδομές φυσικού αερίου. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα μπορεί να προσφέρει στους επενδυτές μια μοναδική ευκαιρία να αποκομίσουν οφέλη από τα δυνητικά κοιτάσματα φυσικού αερίου, τοποθετούμενοι παράλληλα στην ανάπτυξη των νέων, πράσινων τεχνολογιών του μέλλοντος».
Απαντώντας σε ερώτηση για το ποιο είναι το επόμενο βήμα για την ΕΔΕΥ στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται, ο κ. Στεφάτος υπογράμμισε ότι «Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Πρέπει να στηρίξουμε τους επενδυτές για να προχωρήσουν τις απαραίτητες σεισμικές και γεωλογικές έρευνες ώστε να καταλάβουμε πού βρίσκονται τα αποθέματα φυσικού αερίου και τι αξία έχουν, ώστε να μπορούμε στη συνέχεια να λάβουμε τις βέλτιστες αποφάσεις για την αξιοποίηση των αποθεμάτων αυτών».
Αναφορικά με τη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στον κλάδο υδρογονανθράκων, ο ίδιος σημείωσε ότι «μέχρι την τρέχουσα κρίση, η ΕΕ είχε μια σαφή στρατηγική που δεν ήταν φιλική προς το πετρέλαιο το φυσικό αέριο. Θεωρώ, ωστόσο, ότι οι εξελίξεις δείχνουν ότι θα μπορούσαν να υπάρχουν περιθώρια αναπροσαρμογής προς πιο φιλικό περιβάλλον για το φυσικό αέριο. Εμείς πρέπει να ζητήσουμε και να στηρίξουμε αυτή την αναπροσαρμογή γιατί είναι προς το κοινό και εθνικό συμφέρον. Η ΕΔΕΥ πιστεύει ακράδαντα ότι η Ελλάδα αποτελεί μια μοναδική επενδυτική ευκαιρία μέσα στην Ευρώπη για παράλληλη υλοποίηση επενδύσεων σε ΑΠΕ και φυσικό αέριο, σε αρμονία μεταξύ τους», κατέληξε ο κ. Στεφάτος.